Μια ιστορία αγάπης από το εργατικό Πέραμα
Μεσημέρι με χαλαρή δουλειά και ευχάριστη διάθεση, κάπου στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος. Ένας συνάδελφος μάς αφηγείται μια ιστορία από τα παλιά. «Είναι αργά το μεσημέρι. Εγώ δουλεύω στον τόρνο. Είμαι μόνος μου στο μαγαζί. Το καράβι έχει σχολάσει. Το μαγαζί πάνω είναι κλειστό. Έρχεται ο Γιαννάκης [1]. Κάθεται στο σκαλί, με κοιτάει και μου λέει: «Πότε θα μου τη βαρέσει καμιά ώρα, να σε αρχίσω στις τεμπέλικες;» [2] Κοιτάω γύρω γύρω, να δω αν είναι κανένας άλλος στο μαγαζί. Σ’ εμένα το λέει; «ούτε να γελάσω δεν μπορώ…» του απαντώ».
Η εξιστόρηση τέλειωσε έτσι αφηρημένα κι είχε στόχο να γελάσουμε. Μου άφησε όμως πολλές απορίες και έσπευσα να ρωτήσω: «Και τι έγινε μετά; Έτσι έληξε η ιστορία;». «Ναι, μου λέει, είναι δυνατόν να μπορέσει ο Γιαννάκης να μ’ αρχίσει στο ξύλο;». «Μα, αυτό ήταν μία έκφραση τρυφερότητας, δεν ήταν επίθεση», του απαντώ. Δεν πήρα καμία απάντηση. Κανένας από όσους παρακολούθησαν το διάλογο -ήμασταν επτά άτομα- δεν διαφώνησε, ούτε εξέφρασε κάποια ένσταση, παρόλο που πιστεύω με αρκετή βεβαιότητα ότι τέτοιες αναγνώσεις δεν είναι κοινός τόπος για τους εμπλεκόμενους.
Ακούγοντας τον Πέτρο να διηγείται την ιστορία και να περιγράφει τόσο γλαφυρά το σκηνικό, το μεσημέρι, τη μουτζούρα, την ησυχία –μια ησυχία γεμάτη από τον ήχο του τόρνου- το κλειδωμένο μαγαζί, την αίσθηση της απομόνωσης, τη δυναμική της συνεύρεσης, είχα καταλάβει ότι πρόκειται για μια απόλυτα ερωτική στιγμή. Το είχα καταλάβει πολύ πριν φτάσουμε στην ατάκα «πότε θα μου τη βαρέσει...» που επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. Ήταν μια ομοερωτική σκηνή, από αυτές που συχνά μάλλον διαδραματίζονται στους χώρους κοινωνικής συνεύρεσης ατόμων εγγεγραμμένων στο ίδιο φύλο. Στην περίπτωσή μας, στο αντρικό.
Καθώς άκουγα την ιστορία, αλλά και καθώς παρατηρώ τις σχέσεις μεταξύ των αντρών εργαζομένων στην ζώνη του Περάματος, καταλαβαίνω ή προσπαθώ να καταλάβω τη σημειολογία αυτών των σχέσεων. Τη χρήση της επιθετικότητας ως τρόπου επικοινωνίας, την ανταλλαγή ύβρεων ως τρόπου έκφρασης συναισθημάτων, τις φωνές ως τρόπου επιβολής άποψης, τη διαπραγμάτευση μίας ταυτότητας φύλου που παλεύει ανάμεσα σε «μάτσο» και «καθωσπρέπει» ανδρισμό. Το «μάτσο», που τους προσφέρεται σαν επιλογή και το «καθωσπρέπει», που υπάρχει σαν ιδανικό, αλλά ανήκει σε άλλη ταξική κατηγορία.
Τους ακούω τόσο συχνά, σχεδόν σε κάθε χαιρετισμό τους, σε κάθε καλημέρα, σε κάθε «που είναι η τσιμπίδα;», να απευθύνονται ο ένας στον άλλο: «Μωρή κόρη, θα σε γαμήσω», «Τι θες; Να στον φορέσω;», «Τον γουστάρεις μωρή λούγκρα, ε;», «Άμα σε γαμήσω, τι θα πεις;» και διάφορες παραλλαγές αυτών. Ανταλλάσσουν μεταξύ τους αυτές τις κουβέντες σε βαθμό εμμονής. Και σκέφτομαι ότι εγώ είμαι εδώ λίγα χρόνια, ενώ αυτοί είναι εδώ από παλιά και καθημερινά δημιουργούν ξανά και ξανά την εικόνα του εαυτού τους να γαμάει άντρες, να γαμιέται από άντρες, την εικόνα του πούτσου τους να είναι πανταχού παρών και συνέχεια σε στύση. Και έτσι, σαν για να μην ξεχνιόμαστε, στον τοίχο του μηχανουργείου μια τσοντο-φωτογραφία: μια γυναίκα, ξανθιά, με ανοιχτά τα πόδια και το μουνί της να φαίνεται.
Κάθε φορά που τους παρακολουθώ, έχω στο μυαλό μου ένα έργο της Barbara Kruger, που δείχνει μια ομάδα αντρών, ανακατεμένων σαν κουβάρι, μία εικόνα που θυμίζει άντρες να τσακώνονται ή ίσως να παίζουν ράγκμπι ή απλά να γελάνε. Η φωτογραφία της Kruger συνοδεύεται από τη φράση: «Κατασκευάζεις περίπλοκες ιεροτελεστίες που σου επιτρέπουν να αγγίζεις το δέρμα των άλλων αντρών». Θυμάμαι την Kruger και προσπαθώ να διαβάζω τις συμπεριφορές τους σαν ιεροτελεστίες και να βλέπω τους τρόπους που μέσα από αυτές ακουμπάνε ο ένας τον άλλο.
[1] Ο Γιαννάκης είναι 40 χρονών, αλλά όταν άρχισε να δουλεύει στη ζώνη ήταν πολύ μικρός και το υποκοριστικό του έχει μείνει. Ακόμα και εγώ τον φωνάζω Γιαννάκη και ας είναι περίπου 15 χρόνια μεγαλύτερός μου.
[2] Στην γλώσσα του Περάματος, τουλάχιστον, υπάρχουν οι τεμπέλικες και οι γρήγορες. Έτσι διαχωρίζονται και κατηγοριοποιούνται οι κάθε τύπου βίαιες σωματικές ανταλλαγές.
qvzine 4 -- αρρενωπότητες
2010 -- Anti-Copyright -- Reproduce at will