Τα καρέ του βαλέ
Από καιρό έλεγα «θα γράψω κι εγώ κάτι για αυτήν τη ρημάδα την αρρενωπότητα, τόσα σκέφτομαι κάθε φορά στην αναφορά της» κι όμως μια σύγχυση και μια αμφιθυμία με κρατούσε. Χρειάστηκε να δούμε όλα τα κείμενα, να κάνουμε τις συνδέσεις και τους συνειρμούς, να πούμε τόσα κι άλλα τόσα που έμειναν ανείπωτα και υπονοούμενα, για να πιάσω μολύβι και χαρτί.
Πώς γράφεις για κάτι τόσο θολό μέσα σου και ελάχιστα αναγνωρίσιμο;...τόσο στο πώς αναγνωρίζεται ως ατομική συμπεριφορά, με διαφορετικές ποιότητες, όσο και στο πώς ετεροαποδίδεται, πιθανόν βολικότερα, αλλά επίσης με μία αντίστοιχη σύγχυση.
Ακόμα προσπαθώ να κατανοήσω με τι όρους αναγνωρίζω και ονοματίζω συμπεριφορές -δικές μου και των σημαντικών και «ασήμαντων» Άλλων- που ίσως είναι αρρενωπές, ίσως επιθετικές, ίσως «δυναμικές» (βολική «αυτοαπόδοση»), ίσως πατριαρχικές. Ίσως να είναι κι όλα αυτά παράλληλα, σα να χρειάζεται η συνύπαρξή τους για ν’ αλληλοϋποστηρίζονται και να νομιμοποιούνται. Σκέφτομαι πώς όλες αυτές οι συμπεριφορές συνδέονται και συγχέονται και όλες τις συναντώ στον εαυτό μου πρωτίστως, με μια κρυφή αγωνία, αναρώτηση και ενοχή, και στους άλλους, ενδεχομένως μ’ ένα ακόμα πιο καθαρό ή αυστηρό βλέμμα. Αλληλεπιδρώντας σε ένα διαφορετικό περιβάλλον κάθε φορά, το οποίο μπορεί να καθορίσει την αναγνωρισιμότητα και την ποιότητα αυτού που ονομάζουμε «αρρενωπότητα».
Μιλώντας για περιβάλλον, αναφέρομαι ουσιαστικά σε όλες αυτές τις συνθήκες που διαμορφώνουν ένα πλαίσιο συνύπαρξης. Ένα πλαίσιο στο οποίο εγώ που φέρω τον εαυτό μου σαν βιολογικά προσδιορισμένη γυναίκα και κοινωνικά καθορισμένη ετεροφυλόφιλη, συνυπάρχω με ετερότητες και κανονικότητες, παράγω αλλά και δέχομαι συμπεριφορές διά μέσου του λόγου και της δράσης. Συμπεριφορές, που ακόμα κι αν τις βαφτίσω αρρενωπές –εξ ορισμού «κακό πράμα» στην πολιτική που αφορά στα ζητήματα φύλου;- μέσα μου γράφουν διαφορετικά κατά συνθήκη. Συμπεριφορές που τις αξιολογώ και τις βιώνω μέσα από τη σχέση μου με την κάθε άλλη/άλλο, τις ιστορίες τους και τη δική μου, το διαπροσωπικό και κοινωνικό/πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου συμβαίνει η κάθε συνάντηση. Μου έρχονται λοιπόν στο νου διάφορες σκηνές, συνθήκες στις οποίες έχω βρεθεί και όπου αναγνωρίζω -στο «τώρα», στο «τότε», όχι πάντα- πώς η επιτέλεση της αρρενωπότητας ή/και της θηλυκότητας, μέσω της κατασκευής του διπόλου αρσενικό-θηλυκό, εξυπηρετεί την παγίωση των όρων που εγκαθιδρύουν ιεραρχίες, αλλά και τις ευρύτερες σχέσεις εξουσίας. Ακόμα και στις σχέσεις τις λιγότερο χαρακτηρισμένες ως σχέσεις εξουσίας ή έστω τις λιγότερο αρνητικά φορτισμένες, μπορεί να επιτελούνται με παρόμοιους όρους οι έμφυλοί μας ρόλοι.
Καρέ πρώτο• «εκπαιδεύομαι» για να δουλέψω και η εκπαίδευση περιλαμβάνει ενάμιση μήνα εγκλεισμού σε θεραπευτικό πρόγραμμα για χρήστες τοξικών ουσιών, με αυστηρά ιεραρχική δομή. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να περιγράψω τους όρους που χρίζουν τη δομή ως ιεραρχική, θα πω μόνο ότι ενίσχυε με κάθε τρόπο την αφομοίωση σε ένα σύστημα όπου οφείλεις να υπακούς, να δέχεσαι a priori την εξουσία του κατά περίπτωση ιεραρχικά ανώτερου και να απολογείσαι όταν σκέφτεσαι διαφορετικά. Η «εκπαίδευση» σε αυτή τη δομή θεωρούνταν απαραίτητη, για να μείνει κανείς καθαρός και να «επανενταχθεί» στο ίδιο σύστημα, εκπαιδευμένος όμως πια να το αντέχει με, υποτίθεται, άλλους όρους. Δε χρησιμοποιώ το θηλυκό γραμματικό γένος στην περιγραφή μου, εξαιτίας του συνειρμού που μου θυμίζει ότι συνυπήρξα στο πρόγραμμα σχεδόν μόνο με άνδρες (η αναλογία ήταν 3 προς 42). Αλλά και οι λιγοστές γυναίκες που ήμαστε, είχαμε οχυρωθεί πίσω από κάθε αρρενωπή στάση και συμπεριφορά στην οποία μπορούσαμε να ανατρέξουμε και την οποία μπορούσαμε να μιμηθούμε ή να επιστρατεύσουμε, για να υπάρξουμε εκεί, όχι ως άνδρες φυσικά, αλλά ως φορείς εξουσίας.
Είναι εντυπωσιακό πως όσο ανέβαινε κάποιος στην ιεραρχία, τόσο πιο έντονα έφερε την αρρενωπότητά του, σα να ήταν απαραίτητο αξεσουάρ για να ηγηθεί, να θέσει όρια και κανόνες, να επιβάλλει κυρώσεις. Μου ήταν ρητά διατυπωμένο ότι έπρεπε να απαιτήσω, να φωνάξω, να κυριαρχήσω με όλη την αρρενωπότητά μου, για να επιβιώσω και να μη με υποτιμήσουν. [1] Και επειδή η σωματική μου διάπλαση είναι τέτοια που δεν μπορούσε από μόνη της να «επιβάλλεται», όφειλα να ενισχύω ακόμα περισσότερο με κάθε άλλο μέσο τον εξουσιαστικό μου ρόλο. Κι όσο περισσότερη εξουσία, τόσο περισσότερη ματσίλα. Φυσικά για τα αρσενικά μέλη του προγράμματος ήταν επίσης ζητούμενο να εκφράζουν έναν εξευγενισμένο τσαμπουκά, που υποστήριζε την ιεραρχία, χωρίς ωστόσο να παραπέμπει στον τσαμπουκά της πιάτσας.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο ύπαρξης φρόντισα με έναν σχιζοφρενικό τρόπο να μην υπάρχω, όσο ήταν δυνατό, ως φορέας κανενός κοινωνικού φύλου, τουλάχιστον στο βαθμό που αυτό καθορίζεται από τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας και κυρίως στο βαθμό που και αυτές επιτελούνται δια μέσου της σεξουαλικότητας, που φέρουμε και είμαστε, την οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα και δε μου επιτρεπότανε να εκφράζω. Δεν ήμουν θηλυκή, δεν ήμουν αρρενωπή, με έναν τρόπο που δεν μπορώ να περιγράψω, ούτε καν να επαναφέρω στη μνήμη μου. Κι αυτός ο τρόπος βοήθησε ώστε να «μη με φάνε τα τσακάλια», όπως συχνά μπορεί να απειλούμουν. Με ένα πείσμα αντίστασης, ίσως γιατί η απαίτηση ήταν τόση άμεση και κατηγορηματική, στάθηκα με έναν άλλο τρόπο.
Ωστόσο, συνειδητοποιώ πόσο έξυπνα μας χειρίζονται τα «ταπεινά» μας ένστικτα όταν πιάνω τον εαυτό μου πόσες άλλες φορές να γίνομαι μάτσο για να υπερασπιστώ ρόλους στη δουλειά μου, στις διαπροσωπικές μου σχέσεις, όπου φαντάζομαι ότι απειλείται η εικόνα μου, η ταυτότητά μου, η εξουσία μου μέσα σε αυτούς τους ρόλους! Και παράλληλα σκέφτομαι πως είναι αναπόφευκτο να μην αναγνωρίσεις τον Κυρίαρχο Λόγο, ακόμα και για να τον αμφισβητήσεις, καθώς και αυτό που λέει ο Φουκώ, πως ο Νόμος δεν επιβάλλεται στα Υποκείμενα αλλά τα κατασκευάζει κι αυτά ενεργούν με έναν τρόπο, κατά μία έννοια, ήδη προκαθορισμένο.
Καρέ δεύτερο• πορεία ενάντια στην καταστολή «από τον εξωτερικό εχθρό». Η πορεία τελειώνει και η καταστολή κορυφώνεται, όπως και η ένταση, η αγωνία, ο θυμός. Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη, γιουχαΐζω έναν μπάτσο [2] και προσπαθώ, με όση νηφαλιότητα έχω εκείνη τη στιγμή, να μην εκφέρω ένα λόγο σεξιστικό όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε τέτοιες συνθήκες. Αναπαράγω ωστόσο όλο το στερεότυπο για την «περήφανη μαμά του», πέφτοντας φυσικά στην παγίδα του εσωτερικού εχθρού, του εαυτού μου και του «κατασκευασμένου συστήματος αξιών» που έχω αφομοιώσει...μέχρι εκεί όμως, δεν υποψιάζομαι καν! Ώσπου ο μπάτσος απαντά...απαντά όπως και εκείνος ξέρει και έχει εκπαιδευτεί, μέσα από τις δικές του αναπαραστάσεις και με την δική του αγωνία να υπερασπιστεί μέσω της αρρενωπότητας που προτάσσει, το κοινωνικό του φύλο και όσα αυτό του υπαγορεύει, όπως το να είναι ένας γιόκας για τον οποίο είναι περήφανη η μαμά του. Απαντά με έναν τρόπο που, ενώ μου είναι γνώριμος και αναμενόμενος, παραδόξως με αιφνιδιάζει, γιατί καλά το είχα τακτοποιήσει να μην χρησιμοποιήσω ως επίθεση τη δική του γλώσσα, αλλά όταν πρέπει να αμυνθώ, τι; Εκεί επιστρατεύω κι εγώ τη δική μου αρρενωπότητα και εν τέλει παράγω τον ίδιο λόγο, την ίδια σεξιστική και άρα εξουσιαστική πρακτική...και συνειδητοποιώ πώς αυτό συμβαίνει στη συνθήκη της δικής μου επισφαλούς θέσης ως γυναίκα στο δρόμο. Τουλάχιστον προσπαθώ να αναγνωρίσω τον «εχθρό» που υπάρχει μέσα μου, γιατί όταν τον υπερβαίνω, όταν τον πολεμάω, κάπου παραπέρα έχω να πάω. [3]
Καρέ τρίτο• εδώ είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται. Σώματα που δεν παράγουν γλωσσικές πράξεις κι όμως παράγουν λόγο. Κουβαλούν τις αναπαραστάσεις τους γι΄ αυτό που θα έπρεπε να είναι, γι΄αυτό που θα ’θελαν να είναι, γι’ αυτό που «δεν κατάφεραν», γι’ αυτό που φαντασιώνονται. Εναλλάσσονται σε ρόλους και συμπεριφορές, ώστε να πραγματώσουν άλλοτε την επιθυμία να εξουσιάσουν, απολαμβάνοντας την ηδονή που επιφέρει κι άλλοτε την επιθυμία ή και το φόβο να εξουσιαστούν.
Μιλάμε με το σώμα μας. Μιλάμε για τον εαυτό μας, μιλάμε στον εαυτό μας, μιλάμε στον άλλο. Γίνεται λόγος το αν και πώς αγγιζόμαστε, πώς υπάρχουμε σαν σώμα δημόσια και ιδιωτικά και πώς διαφοροποιούμε αυτούς τους χώρους, τι τελετουργίες κατασκευάζουμε για να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε τα σώματα και να τα επικοινωνήσουμε. Κι επειδή δεν είναι η πρόθεσή μου να μιλήσω γενικά για μια πολιτική του σώματος, φέρνω στο νου μου το χορό ή το σεξ (τι συνειρμοί!) -πώς εκεί μετουσιώνεται η εξουσία και η υποταγή και πώς επιτελούμε κι εκεί το δίπολο της αρρενωπότητας-θηλυκότητας χωρίς να επικυρώνεται απαραίτητα αυτό που αποδίδεται στο κοινωνικό ή βιολογικό μας φύλο, αλλά ακολουθώντας ωστόσο συχνά το ίδιο μοτίβο όπως αυτό έχει γράψει πάνω μας, ώστε να «διατηρηθούν οι ισορροπίες». Επιλέγω ωστόσο να μιλήσω για το χορό και όχι για το σεξ, αφενός γιατί δεν είμαι τόσο θαρραλέα ώστε να κάνω δημόσιο λόγο το σεξ μου -νομίζω πως αυτά που ανακαλύπτεις για τον εαυτό σου, όταν αναγνωρίζονται δημόσια γίνονται πιο τρομακτικά- αφετέρου γιατί στο χορό, τουλάχιστον όσον αφορά στη μορφή που έχω κατά νου και έχω δει τον εαυτό μου σ’ αυτή, επιτελούμε τις ίδιες έμφυλες συμπεριφορές και είμαστε και σεξουαλικότητα, ακόμα και αν δεν καυλώνουμε χορεύοντας (τουλάχιστον όχι απαραιτήτως!).
Όταν, για παράδειγμα, εγώ χορεύω με ένα άλλο σώμα σε έναν αυτοσχεδιασμό, το σώμα μου κουβαλάει αν όχι οπωσδήποτε τη θηλυκότητα ως γυναικείο σώμα (άλλωστε, δεν είναι προϋπόθεση αυτή η αλληλουχία), σίγουρα όλες τις εξουσίες στις οποίες υπόκειμαι. Αυτό συμβαίνει κυρίως στη επαφή μου με ένα ανδρικό σώμα, φαντασιακά ή και ρεαλιστικά πιο δυνατό ή και με ένα γυναικείο, στο οποίο επίσης μπορεί να αποδώσω μεγαλύτερη δύναμη ή αντοχή (αυτό συμβαίνει βέβαια όταν οι διαστάσεις του είναι μεγαλύτερες από τις δικές μου, πράγμα που συμβαίνει συχνά...τελικά το μέγεθος μετράει!...για ό,τι του αποδίδουμε!). Όταν πάλι αναμετρώ τις δυνάμεις μου και τις νιώθω πιο ισότιμες με το άλλο σώμα, τότε βγαίνω από τον παθητικό ρόλο και γίνομαι πιο ενεργητική και πιο σίγουρη, πιο διαθέσιμη να ρισκάρω στο χορό μου. Αυτός ο χορός λοιπόν με το άλλο σώμα, δεν καθορίζεται ποιοτικά τόσο από το φύλο του/της παρτενέρ, αλλά πολύ περισσότερο από τα όσα αποδίδω σ’ αυτό το άλλο σώμα, πάντα σε αναμέτρηση με το δικό μου, αυτό το πότε ασθενές, παθητικό σώμα και πότε δυνατό και δυναμικό. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρη να απαντήσω αν η «παθητικότητά» μου είναι και η θηλυκότητά μου και αντιστοιχα, ο δυναμισμός μου είναι η αρρενωπότητά μου. Καμιά φορά νιώθω πως η θηλυκότητά μου μπορεί να γίνει και δύναμή μου, όταν δεν ενοχοποιούμαι γι’ αυτήν, όταν δεν ντρέπομαι να τη φανερώσω ως τέτοια!
Κάπου μέσα στο ίδιο πλαίσιο παίζει στο μυαλό μου ένα ευρύ φάσμα σχέσεων, όπου ισορροπούμε σε διαφορετικές ποιότητες για ν’ αναγνωριστούμε κι έτσι να υπάρξουμε μέσα από το βλέμμα του άλλου. Τι γίνεται όμως όταν αυτό το βλέμμα φαντάζει απειλητικό; Αυτό το βλέμμα που κατασκευάζει μια αρρενωπότητα ως ανεπαρκή, επειδή δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό για το οποίο προοριζότανε, κυρίως μπροστά στη φαντασίωση ή και την πραγματικότητα μιας άλλης αρρενωπότητας που «πληροί τις προϋποθέσεις» και κυριαρχεί...όταν μπροστά σε αυτό το βλέμμα, αυτή η αρρενωπότητα υποτιμάται και τραυματίζεται. Είναι το ίδιο βλέμμα που κατασκευάζει μια θηλυκότητα μέσα σε όρους γονιμότητας και μέσα από όλες εκείνες τις κυρίαρχες κοινωνικές αναπαραστάσεις για το ποιο σώμα είναι λιγότερο ή περισσότερο γυναικείο, επαρκώς θηλυκό ή μη. Μια θηλυκότητα που απειλείται, απαξιώνεται, τραυματίζεται αλλά και επιτελείται στα πλαίσια μιας αμοιβαίας αναγκαιότητας να επιβεβαιώσει μια φαντασιακή αρρενωπότητα και να επιβεβαιωθεί ως θηλυκό μέσα στην ίδια φαντασίωση.
Τα καρέ δεν τελειώνουν. Επανέρχονται, τόσο στην πραγματικότητά μου όσο και στις μνήμες μου. Συχνά είναι επώδυνα γιατί με «εκβιάζουν» να σκεφτώ, να ξαναδώ, να αναθεωρήσω, να αποδομήσω. Ίσως όμως αυτός ο αναστοχασμός να ‘ναι και ο μοναδικός τρόπος να με συναντώ, να μου επιτρέπω να ξεκουράζομαι και λίγο από το παιχνίδι όλων αυτών των κατασκευών, αναγνωρίζοντάς το και παράλληλα επιτρέποντας και στους άλλους να συναντιόμαστε και με άλλους όρους, πολιτικά και προσωπικά, αν αυτά διαφοροποιούνται εν τέλει...το ξέρω, είναι γνωστό κινηματικό κλισέ ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό»... αλλά δε με ενδιαφέρει να πρωτοτυπήσω!.
[1] Να μη με υποτιμήσουν ως γυναίκα; Ως μη-τζάνκι; Ως κάποια που έμοιαζε ίσως ότι ανήκει σε μια ευάλωτη κατηγορία υποκειμένων; Πάντως αν τα είχα κι αν ήταν τέτοιος ο λόγος μου, εφάμιλλος της αρρενωπότητας που απαιτούσαν, θα έλεγα ότι «μου ‘σπάσαν τα αρχίδια».
[2] Αλήθεια, πόση αρρενωπότητα φέρει η εκφορά της λέξης «μπάτσος», πέρα από τον ίδιο τον μπάτσο;
[3] Ο διάλογος που διαδραματίστηκε, για όσες/όσους τους βοηθά περισσότερο στην κατανόηση, είχε ως εξής: «πόσο περήφανη θα είναι η μάνα σου για το γιόκα της που δέρνει κόσμο» (2-3 φορές, ώσπου να γίνει αισθητή η παρουσία μου) - «εσύ πόσο καιρό έχεις να τον φας μωρή;» (..μάλλον έγινε αισθητή..) – «μάλλον περισσότερο από σένα» (μια εκδοχή), «μάλλον λιγότερο από σένα» (δεύτερη εκδοχή, δε θυμάμαι καν αν εστίασα στο «πόσο πούστης είναι» ή στο «όχι, δεν είμαι καιρό αγάμητη»). Ένας διάλογος που θα μπορούσα και να παραλείψω, καθώς βρίσκω σημαντικότερο το πώς εγώ τον νοηματοδότησα και τι μου κινητοποίησε.
qvzine 4 -- αρρενωπότητες
2010 -- Anti-Copyright -- Reproduce at will