η (αυτο)καταστροφή είναι δημιουργία
Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε εν μέσω της εξέγερσης που
σήμανε η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από μπάτσο, στις 6
δεκεμβρίου 2008. Διαβάζει τα όρια του εαυτού μέσα στη συνθήκη της
κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Εκεί που το εξεγερμένο σώμα δεν ορίζεται
από το σχήμα καλό-κακό, επιτελώντας τα κοινωνικά δίπολα κράτος-επαναστάτης,
πολίτης-κουκουλοφόρος, μετανάστης-ντόπιος, αλλά εκεί που δημιουργείται ο
μη διανοήσιμος χώρος μεταξύ των ορίων. Αναγνωρίζει τα ορατά και μη ορατά
πεδία εξουσιών που δημιουργούν οι κυρίαρχες αφηγήσεις για το σώμα, την
πολιτική δράση, την αντίσταση, θέτοντας το συλλογικό υποκείμενο να ταχτεί
στον αγώνα ενάντια στον εφησυχασμό εαυτού για να μην έχει σημασία ο εχθρός
αλλά ο σύμμαχος. Εντοπίζει την αρρενωπότητα ως σημείο υπό διαπραγμάτευση,
όταν σαν εργαλείο υπενθυμίζει το σύστημα εξουσιών που την εγκαλεί για να
επαναφέρει την τάξη πραγμάτων. qv
Το βράδυ της 6/ 12 δεν θα το ξεχάσουμε εύκολα. Όχι γιατί η δολοφονία του Αλέξη ήταν αδιανόητη. Η κρατική βία, όσο και αν προσπαθεί να συγκροτηθεί σε πιο παραγωγικές εκδοχές κυριαρχίας, θα παλινδρομεί διαρκώς στις απαρχές μιας δαπανηρής μορφής βίας, διατηρώντας στη δομή της ένα (παρα)κράτος που δεν πειθαρχεί στις επιταγές της νεωτερικής πειθάρχησης, επιτήρησης και ελέγχου των σωμάτων, παρά επιλέγει την εξόντωση του ανυπάκουου σώματος, πληρώνοντας το πολιτικό τίμημα που συνεπάγεται η επιλογή αυτή.
Όταν ο μπάτσος φωνάζει: «ε, εσύ», το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται η προσταγή αυτή και το οποίο στρέφει το σώμα του στη φορά της εξουσίας, στο κάλεσμα του μπάτσου, είναι αθώο εξ ορισμού, εφόσον ανταποκρίνεται στη φωνή που το εγκαλεί ως προϊόν της εξουσίας. Το υποκείμενο που δεν πειθαρχεί στο κάλεσμα αυτό αλλά παρακούει, όσο χαμηλόφωνη κι αν είναι η στιγμή αυτή της ανυπακοής, ακόμα κι αν δεν πέταξε μολότοφ στο μπατσικό, αλλά ένα πλαστικό μπουκάλι, είναι μια στιγμή όπου η εξουσία χάνει τη σημασία της και γίνεται κάτι άλλο, μια παραβίαση που πρέπει να ρυθμιστεί. Όταν προσβάλλεται η ανδρική τιμή του φασιστόμπατσου, αυτός μπορεί και να σκοτώσει για να προστατεύσει —όπως ο ίδιος θα ισχυριστεί— τα παιδιά και την οικογένειά του. Η ηθική τάξη και η ανδρική κυριαρχία, αλλιώς η πιο χαρακτηριστική μορφή συμβολικής και υλικής βίας που εγκαθιστά το έμφυλο καθεστώς, έκαναν δυνατή τη δολοφονία του Αλέξη, πλαισίωσαν τη δολοφονία, παρήγαγαν την «αλήθεια» της και έγινε πραγματικότητα.
Μαζί με αυτήν, στο τραγικό όριο ενός θανάτου ο οποίος δίνει σημασία στις ζωές που ορίζονται στη σκιά του, έγινε πραγματικότητα η εξέγερση, η αδιανόητη, απρόβλεπτη αυτή αναστάτωση των κοινωνικών ρυθμών, του σπασμένου χωροχρόνου, των μη δομημένων πια δομών, του ορίου ανάμεσα σε αυτό που υπάρχει και αυτό που πρόκειται να έρθει. Μια στιγμή χαράς και παιχνιδιού, φόβου, πάθους και οργής, σύγχυσης και συνείδησης, οδυνηρής, δυναμικής και γεμάτης υποσχέσεις. Μιας στιγμής παρόλα αυτά.. που ή θα φοβηθεί τον εαυτό της και θα συντηρεί τους αυτοματισμούς που τη δημιούργησαν ή θα αρνείται διαρκώς τον εαυτό της για να γίνεται κάθε στιγμή κάτι άλλο από αυτό που ήταν την προηγούμενη, προκειμένου να μην καταλήξει στη νομοτέλεια των πνιγμένων στην κανονικότητα εξεγέρσεων οι οποίες, υπερασπιζόμενες τους εαυτούς τους, γίνανε μια άλλη μορφή εξουσίας.
Πώς όμως έγινε δυνατή η εξέγερση; Ποιο δίκαιο των εξεγερμένων δικαιώθηκε αυτή τη στιγμή, σε αυτό το σημείο, για αυτό το δολοφονημένο σώμα; Πώς κοινωνικοποιήθηκε αυτό το σύμβολο; Ο Αλέξης ήταν «ο δικός μας Αλέξης», δεν ήταν άλλος, δεν ήταν ξένος, δεν ήταν μετανάστης. Μαζί του θα ταυτιστούν δεκαπεντάχρονοι μαθητές και μαθήτριες, μανάδες θα φοβηθούν μήπως μέσα από το σώμα αυτό πενθήσουν το δικό τους παιδί, καθεστωτικές φωνές θα τον εθνικοποιήσουν ως, το σώμα του δεκαπεντάχρονου είχε σημασία, η ζωή του ήταν άξια να βιωθεί, η διακοπή της ήταν επίθεση στη δημόσια σφαίρα και γι’ αυτό το πένθος για τον Αλέξη είναι δυνατό, σχεδόν επιβάλλεται. Η σφαίρα αυτή στράφηκε ενάντια στην κοινότητα, με την οποία οι εξεγερμένοι και εξεγερμένες δεν ταυτιζόμαστε, όπως δεν ταυτιζόταν ο Αλέξης, αλλά πολλές και πολλοί έχουμε το προνόμιο να ανήκουμε, αφού οι άλλοι μας αναγνωρίζουν ως δικούς τους. Η αφήγηση για τον Αλέξη θα ξαναγραφτεί από το τέλος —ήταν καλό παιδί, είπαν. Η εξέγερση, την οποία δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε, έγινε δυνατή μέσα από τις ίδιες τις ρωγμές της εξουσίας που αποφασίζει ποια σώματα έχουν σημασία στο κοινωνικό δίκτυο σχέσεων δύναμης. Η εξέγερση, αυτός ο ύμνος στη μη κανονικότητα, είναι προϊόν της κανονικότητας, είναι η εκδίκηση για το «δικό μας» σώμα που εξοντώθηκε, για το ίδιο μας το κοινωνικό σώμα. Η σφαίρα αυτή στράφηκε ενάντια στην κοινωνία όλη. Ήταν μια πληγή για κάθε αστό δημοκράτη που θέλει στο κράτος και στα όργανά του να καθρεφτίζεται η δική του ασφάλεια. Ήταν κήρυξη πολέμου του κράτους ενάντια στην κοινωνία. Το συμβόλαιο έσπασε, δεν υπάρχει συναίνεση. Η ηθική και πολιτική πράξη της αντίστασης έγινε δυνατή, κατανοητή, δίκαιη, ορατή από τη στιγμή που υπάγεται στα κριτήρια και τους όρους δικαίου της κυρίαρχης συμβολικής τάξης που συνέχει τον κοινωνικό ιστό.
Η αφετηρία αυτή δεν ματαιώνει το δίκαιο της εξέγερσης. Έτσι κι αλλιώς ο κυρίαρχος Λόγος, η εξουσία που δίνει όνομα, μορφή, σχήμα και σημασία στα πράγματα, το πεδίο κυρίαρχων νοημάτων από το οποίο αντλούνται οι κοινωνικές κατηγορίες προκειμένου να ρυθμίζονται οι ιεραρχημένες κοινωνικές σχέσεις, έχει εξοστρακίσει τους «κουκουλοφόρους» από την κοινότητα αυτή, τους έχει περιορίσει στα επικίνδυνα όρια των παρυφών της για να δείχνει την αρχή και το τέλος της ανυπακοής. Να αντισταθούμε, αλλά όχι έτσι γιατί υπάρχει κίνδυνος, λένε. Αυτό που έχει να μας πει η κοινωνική νομιμοποίηση που συναντήσαμε στις απαρχές αυτής της πορείας είναι ότι, ακόμα κι αν είμαστε μέσα στην εξουσία, αν είμαστε δικά της δημιουργήματα, εντούτοις είμαστε μέσα και ενάντιά της, είμαστε αυτό που κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό που είμαστε, για να αποκτήσει αυτή η ιστορική στιγμή τα δικά μας περιεχόμενα και όχι τις σημασίες από τις οποίες μπορεί και να επενδύεται, τις οποίες δεν μπορεί εν μιά νυκτί να αποτινάξει. Και δεν μπορεί να διασχίσει ανέξοδα το όριο μεταξύ υποταγής και αυτόνομης δράσης, διότι αν ο εξεγερμένος χρειάζεται να επιστρατεύσει την αρρενωπότητά του για να πολεμήσει τον μπάτσο, την ίδια στιγμή χρειάζεται να την αμφισβητήσει, ακριβώς επειδή είναι η εξουσία με την οποία πολεμάει τον μπάτσο. Κι αυτή η αμφιθυμία στην καρδιά της υποκειμενικότητάς μας, ο διχασμός που μας κλονίζει, ή που θα έπρεπε να μας κλονίζει είναι το ηθικό μεγαλείο που διαδραματίζεται στα περιθώρια του θορύβου της εξέγερσης, μέσα μας και γύρω μας, τα ήσυχα βράδια που αναρωτιόμαστε τι να συμβαίνει τώρα, τι έχει πάει στραβά και ακούμε μόνο σιωπές.
Τίποτα δεν υπάρχει χωρίς το νόημα που του αποδίδεται. Οι στρατηγικές αντίστασης μπορεί να γίνουν στρατηγικές εξουσίας, το χάος θα επαναδομήσει τις σχέσεις εξουσίας, αν πολεμώντας τον κόσμο δεν πολεμούμε και τους εαυτούς που δημιουργήσαμε εντός του, μέσα στο πλέγμα ηθικοπολιτικών δεσμών στο οποίο πραγματώνεται ο εαυτός, αν επιτελούμε τον άνδρα τσαμπουκά, που τρελαίνεται και θολώνει από το «συναίσθημα», αν παγιωνόμαστε σε θέσεις που πυκνώνουν σε σημεία εξουσίας.
qvzine 4 -- αρρενωπότητες
2010 -- Anti-Copyright -- Reproduce at will