Ο χυλός
Την πρώτη φορά που κοιτάμε την εξουσία κατάματα δε μπορούμε να δούμε καθαρά. Αυτό θα καθορίσει τη σχέση μάς μαζί της. Σε εκείνο το θολό τοπίο -ασαφή και ρευστά όλα, χρώματα, σχήματα και ήχοι, χωρίς όρια, μόνο θαμπά περιγράμματα, χωρίς έννοιες και σύμβολα- ο κόσμος πρέπει να έμοιαζε με κάτι σαν χυλός. Με τις αισθήσεις μας τον ρουφάμε και μας ρουφάει. Μπορεί να πει κανείς ότι το εγώ δεν υπάρχει ακόμη, παρά μόνο ένα σώμα με παρουσία μέσα σε ένα συνεχές αισθήσεων που εναλλάσονται και διακόπτονται ατέλειωτα. Ο χρόνος μετράει μέσα από τις απαιτήσεις αυτού του σώματος, δεν υπάρχει αλλιώς, δεν υφίσταται “ανεξάρτητα”. Όσο τα πράγματα ξεκαθαρίζουν, όσο δημιουργούνται τα όρια και οι κατηγορίες, όσο παίρνει χώρο μια κάποια διαύγεια, δημιουργείται (η) τάξη. Ο κόσμος γίνεται σαφής, οι ήχοι γίνονται λέξεις και από το χυλό αναδύεται αυτό που σταδιακά μαθαίνουμε να αποκαλούμε “εγώ” μαζί με τη σκιά του, τη συνείδησή του δηλαδή. Ταυτόχρονα έρχεται η συνείδηση όλων των άλλων ορίων που σημαίνει συνείδηση της τάξης των πραγμάτων και του κόσμου. Ή αλλιώς, συνείδηση της εξουσίας. Ως αυτό που μας κοίταγε πριν εμείς μπορέσουμε να πούμε “σε κοιτάω και εγώ”, πριν το βλέμμα μάς αποκτήσει πρόθεση.
Το φύλο είναι ένα από αυτά τα όρια. Μια από αυτές τις εξουσίες του Πραγματικού. Ο κόσμος αποκτάει σαφήνεια μέσα από το φύλο, τον άνδρα και τη γυναίκα, τις ιδέες για τα σωματικά μας “δεδομένα”, το αρσενικό και το θηλυκό, τις επιθυμίες που ξεκινούν απο εκεί και καταλήγουν εκεί. Ο κόσμος γίνεται συγκεκριμένος μέσα από τις απαιτήσεις της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας. Αυτή είναι μία από τις αφετηρίες της εξουσίας.
A, όπως αρρενωπότητα. Ποια είναι η ουσία της αρρενωπότητας; Είναι η αρρενωπότητα αυτό που σε κάνει άντρα; Τι σόι άντρας είμαι εγώ τότε; Τι σόι άντρας δεν είμαι; Ταυτίζομαι με την αρρενωπότητα; Με ποια αρρενωπότητα; Με διασχίζει και με υπερβαίνει, με κατασκευάζει, είναι το άλλο μου ή είναι το ίδιο μου; Σαρξ εκ της σαρκός μου, αίσθηση από μέσα βαθιά, ή αρχή οργανωτική εκτός μου, που μου επιβάλλεται και μου δείχνει τι να λέω, πώς να μιλάω και να στέκομαι;
Άντρας δεν ήμουν ποτέ. Ούτε αγόρι. Θυμάμαι να είμαι ένα κορίτσι που του ήταν εύκολο να διεκδικεί. Αυτό έμοιαζε παράταιρο και, είτε μου το έδειχναν είτε όχι, το ήξερα. Με τον τρόπο που ξέρεις τα πράγματα που δε λέγονται. Αλλά αυτό δεν έφτανε. Ή δεν ερχόταν μόνο του. Στο κορίτσι άρεσε το ποδόσφαιρο. Τώρα πια δεν θυμάμαι πώς ξεκίνησε αυτό. Μήπως γιατί ήταν “αγορίστικο” παιχνίδι; Μήπως επειδή ως τέτοιο ήταν κάτι “σπουδαιότερο”; Μήπως επειδή ήταν αυτό που δεν θα έπρεπε να παίζει το κορίτσι επειδή ήταν κορίτσι; Ή γιατί είχα έναν αδερφό και αυτό ήταν ένα κάποιο εισιτήριο για να βρεθώ στις αγοροπαρέες; Και γιατί να ήθελα να βρεθώ στις αγοροπαρέες; Μήπως γιατί συχνά τα κορίτσια, η φυσική μου ομάδα, δεν έπαιζαν παιχνίδια στη γειτονιά ή στην πλατεία του χωριού αφού τα περισσότερα παιχνίδια “για” κορίτσια ήταν εσωτερικού χώρου; Θα μπορούσε απλώς να μου αρέσει επειδή είχε κάτι τραβηχτικό η μπάλα που γύριζε και έπρεπε να τρέχεις από πίσω της και να τη μαγνητίζεις ενάντια σε διάφορους φυσικούς νόμους. Απλώς αυτό. Αλλά τα πράγματα ποτέ δεν είναι απλά. Ή μήπως είναι;
Όπως και να ‘χει το κορίτσι έπαιζε ποδόσφαιρο και μάλιστα “καλό”. Μετά τα γυφτάκια στην πλατεία του χωριού, το κορίτσι έβαζε τα γυαλιά στους περισσότερους. Σε ποιους; Στους “όταν θα μεγαλώσω θα γίνω άντρας”. Τι σήμαινε αυτό; Στην αρχή μάλλον δε νόμιζα ότι σημαίνει κάτι. Ήταν ένα παιχνίδι. Έτρεχες, κλώτσαγες, έβαζες γκολ, έκοβες τον αντίπαλο. Ίδρωνες, λαχάνιαζες, έσπρωχνες. Ήταν ωραία. Μπορείς να εξηγήσεις γιατί κάτι είναι ωραίο; Μετά όμως, όπως και με τόσα άλλα, άρχισα να καταλαβαίνω πως τα παιχνίδια είναι σοβαρά πράγματα. Ας πούμε: δεν παίζουν όλοι τα ίδια, και αυτό σίγουρα δεν έχει απλώς να κάνει με το τι σου αρέσει να παίζεις. Φαινόταν να υπάρχει ο άγραφος κανόνας “πρέπει να σου αρέσει αυτό που πρέπει να παίζεις”, αυτό που είναι το σωστό να παίζεις, δηλαδή. Το τι είναι σωστό να παίζεις εξαρτάται από το τι είσαι. Αγόρι ή κορίτσι. Να ένας κανόνας Λόλα. Τελείως παράλογο, σκεφτόταν η Λόλα, έλα όμως που αυτή η α-νοησία οργάνωνε περαιτέρω τις λεπτομέρειες. Τα αγόρια, εκ φύσεως, έπαιζαν αυτό το παιχνίδι (ή έπρεπε να ξέρουν να το παίξουν). Μπορούσαν (θα έπρεπε να μπορούν) να οικειοποιούνται το χώρο της πλατείας ή της αυλής του σχολείου. Να οργανώνουν την κατάσταση. Να αποφασίζουν για το ποιος παίζει, πότε και σε ποια θέση. Πότε μπαίνει κάποιος που περιμένει ώρα στον “πάγκο”. Πότε βγαίνει κάποιος. Στα πόσα γκολ τελειώνει το παιχνίδι. Εντάξει, δεν αποφάσιζαν όλοι μαζί, υπήρχαν ιεραρχίες, τις έβλεπα. Υπήρχαν οι αρχηγοί και όλοι οι υπόλοιποι. Δυνάμει όμως, αν ήσουν αγόρι έπρεπε να έχεις άποψη και ένα κάποιο know-how γύρω από το ποδόσφαιρο. Θεωρητικά ήσουν, έπρεπε να είσαι, στο στοιχείο σου. Συνήθως δεν υπήρχε και τίποτα άλλο να κάνεις στην πλατεία. Έπρεπε λοιπόν να επιτελέσεις τη φύση σου (αυτό το λέω τώρα, δεν τα ήξερα τότε ακόμη αυτά τα πράγματα).
Και εγώ; Εγώ λοιπόν, συνήθως παρακολουθούσα τα τεκταινόμενα μέχρι να έρθει η στιγμή να παίξω -συχνά καθόμουν κάπως παράμερα, αλλά όχι και πολύ, στο φυσικό δηλαδή χώρο κάποιου που βρέθηκε σε λάθος τόπο και κάνει στην άκρη, παραμερίζει για να εξελιχθεί το δράμα ανάμεσα σε αυτούς για τους οποίους κυρίως γράφτηκε. Αλλά που ταυτόχρονα δεν εξαφανίζεται κιόλας γιατί η επιθυμία είναι έντονη και δεν παραιτείται της προσδοκίας ικανοποίησής της. Τους χρειαζόμουνα όλους αυτούς για να παίξω αυτό το παιχνίδι. Όταν τελικά έπαιζα ήμουν καλύτερη από πολλούς και θεωρούσα ότι θα μου άξιζε να παίζω από την αρχή (στην πλατεία ή στο σχολείο από την “αρχή” έπαιζαν οι πιο καλοί για να ξεκινήσει δυναμικά και ισορροπημένα το παιχνίδι). Αυτό όμως δεν μπορούσε να συμβεί γιατί κάθε φορά ξεκίναγα από το σημείο μηδέν, ή το σημείο-λάθος: ήμουν το λάθος υποκείμενο, στο λάθος χώρο, με μια λάθος επιθυμία και με λάθος δεξιότητες/ικανότητες. Κάθε φορά έπρεπε να αποδείξω ότι μπορώ και θέλω και κάθε φορά αυτή η απόδειξη ήταν που με όριζε ως παράταιρη και όχι αντίθετα ως “φυσικό” κομμάτι του πλαισίου. Σιγά σιγά έμαθα πώς σ΄αυτό που ήταν ο κόσμος των αρρενωπών παιχνιδιών, καλό θα ήταν να μη δείχνω ότι επιθυμώ διακαώς να είμαι μέρος του. Να παριστάνω πως είναι κάπως από τύχη που βρέθηκα εκεί και από τύχη που ήξερα να κλωτσάω σωστά τη μπάλα. Έμαθα να μην δείχνω ότι περιμένω να παίξω, ούτε να αμφισβητώ τους “παίχτες εκ φύσεως”. Έμαθα να περιμένω. Έμαθα να διεκδικώ την επιθυμία περιμένοντας. Έμαθα ότι κάποιες επιθυμίες είναι αλλόκοτες. Και έτσι, κάπως στα χαζά, έπαιζα και εγώ ποδόσφαιρο μαζί τους. Όμως, δεν έπαιζα ποδόσφαιρο ως κορίτσι, αφού τα κορίτσια δεν παίζουν ποδόσφαιρο -ούτε βέβαια και ως αγόρι αφού αγόρι δεν ήμουν. Και τότε, ως τι έπαιζα ποδόσφαιρο; Ή, τι ήμουν; Μάλλον το μαντέψατε: ήμουν ένα αγοροκόριτσο και έπαιζα ως τέτοιο.
Το ποδόσφαιρο στην πλατεία, ή στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου στην πόλη, δεν ήταν το μόνο παράδειγμα του παραλογισμού που επέβαλλε το σύστημα των φύλων. Ίσως είναι σημαντικό στην ανάμνησή μου γιατί το παιχνίδι ταυτίζεται με την έντονη επιθυμία και φυσικά την απόλαυση και η έντονη επιθυμία ίσως ταυτίζεται με το χτίσιμο της ταυτότητας. Αυτό που πάντως αντιλαμβανόμουν ήταν ότι υπήρχε μια εύνοια που στέγαζε σαν αύρα τη “φύση” των αγοριών σχετικά με διάφορα πράγματα που για μένα ήταν εξίσου φυσικό τόσο το να τα επιθυμώ, όσο και το να τα κάνω. Δεν ήξερα ακόμη ότι πολλοί από αυτούς δεν ήθελαν αυτή την εύνοια, το υποψιαζόμουν όμως. Αλλά, από όσα ήξερα, από όσα έβλεπα να διαδραματίζονται γύρω μου, αυτό που κυρίως δεν καταλάβαινα ήταν το πώς είχε τραβηχτεί αυτή η διαχωριστικη γραμμή ανάμεσα σε μένα και σε ό,τι θα μπορούσα και θα ήθελα να κάνω. Ούτε υπήρχαν εργαλεία για να καταλάβω. Έβλεπα πώς έπρεπε να διεκδικώ το παιχνίδι που μου άρεσε και ενώ δε με πείραζε και πολύ αυτό, αναρωτιόμουν πώς γίνεται το γεγονός του ότι “είμαι κορίτσι” να με ρίχνει σε τέτοια δυσμένεια ώρες-ώρες. Να κάνει τα απλά τόσο σύνθετα. Αυτό που έμοιαζε με μια ακατανόητη εύνοια προς τα αγόρια μου την έδινε στα νεύρα. Το αγόρι και το μελλοντικό του ισοδύναμο, ο άντρας, συμβόλισαν την αδικία. Κανονικά έφταιγε βέβαια η εξουσία του συστήματος των φύλων και η στενομυαλιά της. Αλλά όπως είπα, δεν τα ήξερα ακόμη αυτά.
Με τον καιρό το δέχτηκα. Ότι θα είμαι κορίτσι και ότι αυτό θα σημαίνει πως κάποια παιχνίδια θα είναι λάθος που θα θέλω και θα διεκδικώ να τα παίξω. Ταυτόχρονα όμως μου φαινόταν σωστό το να παίζω αυτό που θέλω και όχι ό,τι δεν θα ήθελα επειδή έτσι έπρεπε. Κουλουβάχατα. Ενώ λοιπόν δεν τα έβαλα ποτέ με το ότι ήμουν κορίτσι -δηλαδή δεν χρέωσα ποτέ στη φύση του κοριτσιού αυτό που βίωνα ως αδικία- νομίζω πως η αποδοχή αυτού του παραλογισμού έγινε εφικτή στη βάση μιας υπέρβασης, ίσως εξίσου παράλογης. Θα περιγράψω λοιπόν τι ήταν για μένα το αγοροκόριτσο: στην πολλαπλότητα της φαντασίας ήμουν ένα κορίτσι που έπρεπε να γίνει αγόρι για να τα βάλει με την αδικία του να μην μπορεί το κορίτσι να παίξει μπάλα. Ή ένα κορίτσι που μετασχηματιζόταν σε αγόρι για να ακυρώσει την αδικία του να μην επιτρέπεται στο κορίτσι (που του άρεσε και ήταν απολύτως ικανό) να παίξει μπάλα. Όχι μόνο μπάλα, και ό,τι άλλο ήθελε και δεν προβλεπόταν στους κανόνες. Γλωσσοδέτης; Για πες: άσπρη πέτρα ξέξασπρη και από τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Αυτό σήμερα, στα παιχνίδια των ενηλίκων με ακολουθεί: όταν παλεύω την αδικία που μου γίνεται ως γυναίκα νιώθω συχνά ότι για να την αντιμετωπίσω πρέπει να φερθώ ως άντρας, δηλαδή αρρενωπά, και εκεί με μια έννοια να αρνηθώ την γυναίκα, τη θηλυκότητα, να την παραμερίσω για να κανονίσω την κατάσταση. Δεν έχει τόση σημασία το τι φαίνεται, αλλά η σχέση που δημιουργώ με τον εαυτό και τους/τις άλλους/άλλες, το ότι αντιλαμβάνομαι την επιτέλεση της αρρενωπότητας ως την ισχύ μιας δυνατότητας επιβολής της επιθυμίας και τη θηλυκότητα ως αδυναμία του να επιβάλλεις την επιθυμία σου.
Ισορροπώ (;), στέκομαι, ακροβατώ πάνω σε αυτή τη ρωγμή. Μοιάζει μικρή αλλά από κάτω βρίσκεται το χάος. Γιατί, πιο απλά, ένα πράγμα που έχω συνδέσει με την αρρενωπότητα είναι αυτή η δυνατότητα του να μετράς, του να “περνάει” ο λόγος και η παρουσία σου, η ιδιότητα εκείνη που σε κάνει να μη μπαίνεις στην κατηγορία της λείας ή εκείνου/εκείνης που χρειάζεται προστασία –το να ανήκεις στην κατηγορία αυτού που de facto μπορεί να είναι “εκεί” και να προστατεύει την υποκειμενικότητά του. Η αρρενωπότητα είναι η ιδιότητα του υποκειμένου που δε χρειάζεται να φωνάξει “είμαι και εγώ εδώ”, είναι η ιδιότητα εκείνου που οι “άλλοι” τον βλέπουν και τον σέβονται. Η ιδιότητα εκείνου που κοιτάει τον κόσμο και δε χρειάζεται να περιμένει για να μπει στο παιχνίδι.
Έτσι: σε μια εκδοχή της εμπειρίας μου η αρρενωπότητα είναι αυτό που έχω για να εναντιωθώ στην αδικία που μου γίνεται την ίδια ώρα που η αρρενωπότητα, ως η ιδιότητα της ανδρικής φύσης, είναι αυτή καθ’ εαυτή που κάνει την αδικία πραγματικότητα (με την έννοια του ότι όσοι δεν την έχουν αποκλείονται, ότι κάποια σώματα, και όχι το δικό μου, είναι κυρίαρχα). Στο πλαίσιο της συγκρότησης του ψυχικού μου κόσμου μπορώ να με αντιληφθώ ως μια αρρενωπότητα όταν έτσι κι αλλιώς παίζω ακόμη σχετικά καλό ποδόσφαιρο για την ηλικία μου (σαν άντρας παίζεις, μου λένε σήμερα) ή μπορώ να επιβληθώ. Όταν θυμώνω αντί να κλαίω και όταν δεν λέω συγνώμη ή δεν παραδέχομαι εύκολα το λάθος μου. Εκφράζω επίσης μια αρρενωπή φύση στο βαθμό που συχνά ντρέπομαι να είμαι κορίτσι ή που δεν ξέρω κι αν έγινα ποτέ γυναίκα. Όμως δεν συμπαθώ αυτόν τον φανταστικό άντρα και την πραγματική αρρενωπότητά του καθώς ευθύνονται για πολλά προβλήματα. Καταλήγω στο συμπέρασμα πως μια αίσθηση για την αρρενωπότητα που έχω είναι ότι αποτελεί ένα αίσχος που κουβαλάω, μια ηθική μαύρη τρύπα. Έλα όμως που από την άλλη με αυτό το αίσχος και το θράσος τού, άνοιξα δρόμο στις επιθυμίες μου και έπαιξα πολλά από όσα ήθελα να παίξω /έμαθα πως γίνεται να παίζω αυτά που θέλω/ και όχι αυτά που που θα μου αντιστοιχούσαν με βάση τον κατά φύλα καταμερισμό. Για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να παραδεχτώ ότι χρωστάω στην αρρενωπότητα (μου) το ότι δεν μ’ αφήνει να ξεχάσω την αδικία ούτε στην ανάμνηση του κοριτσιού εκείνου αλλά ούτε και στην πραγματικότητα της γυναίκας που είμαι σήμερα. Αλλόκοτη επιπλοκή. Πολύ αλλόκοτη, πολύ πραγματική.
Παρόλο που θεωρητικά συμμερίζομαι πέρα για πέρα τη θέση ότι τα φύλα δεν αποτελούν βιολογικά δεδομένα με προκαθορισμένες ιδιότητες, τη θέση δηλαδή που αντιμετωπίζει το φύλο ως κατασκευή, κοινωνική σχέση, αντι-ουσιοκρατικά, συχνά η εμπειρία μου μοιάζει να είναι εντελώς ουσιώδης και εγγενής, να προκύπτει μέσα από το ίδιο μου το σώμα. Τις φορές αυτές αναδύεται μια φυσική “διάσταση” στο βιώμα που αποτελεί το φύλο, την οποία όσο συνειδητά και να στοχάζομαι δεν μπορώ να βγω “εκτός” της. Άλλοτε πάλι η εμπειρία έρχεται να επιβεβαιώσει τη θεωρία που ζητά να καταλάβει το φύλο ως μια σχέση που έχει φυσικοποιηθεί, ως ένα κατασκεύασμα, μια σύμβαση, ως μια πράξη που επιτελείται στο λόγο, το λόγο που γίνεται ένα με το σώμα και τις κινήσεις ή τις στάσεις του.
Μεγαλώνοντας ως λεσβία -χρησιμοποιώ τις ταυτότητες κορίτσι, λεσβία, άντρας, για να πατήσω και δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να αναλύσει τα προβλήματα αυτής τη επιλογής, αυτό το λέω για να μην παρεξηγηθούμε- σκέφτηκα πολύ πάνω στο δεδομένο της βίας που κουβαλά η σχέση με το φύλο καθώς διαπλέκεται με τη σεξουαλικότητα και την ερωτική επιθυμία. Ελπίζω να μην ακουστεί ανόητο αλλά θα το διακινδυνεύσω: αρχικά η έλξη μου προς τις γυναίκες, άτομα που έχουν κοινωνικά εγγραφεί στο γυναικείο φύλο, είχε κάτι από την ταραχή και αναστάτωση που μου προκαλούσε η επιθυμία να παίξω ποδόσφαιρο στην πλατεία του χωριού. Αυτή τη φορά όμως δεν ήμουν μόνη, γιατί όσες θα παίζαμε αυτό το παιχνίδι κάναμε όλες μία παραβίαση κανόνων, των κανόνων αυτού του κεντρικού παιχνιδιού εξουσίας που βρίσκεται στον πυρήνα των σχέσων αναπαραγωγής καθώς αυτές οργανώνονται από την αυθαίρετη διάκριση ανάμεσα στα φύλα, του παιχιδιού που ορίζει τα φύλα “ως πράγματα φυσικά, πρόδηλα, αναπόφευκτα” που γράφει και ο Μπουρντιέ.
Διαμέσου της λεσβιακής εμπειρίας ήρθε να κλονιστεί εντός κι εκτός μου όλόκληρη η τάξη των πραγμάτων και μάλιστα, ενώ είχαν περάσει αρκετά χρόνια από το δημοτικό που έπαιζα ποδόσφαιρο με πάθος, εκεί, σε έναν άλλο τόπο (γιατί ο τόπος που ανακάλυψα το καινούριο παραβατικό παιχνίδι ήταν ένα “ξένος” τόπος, σύμπτωση;) μου ήρθε ξανά η επιθυμία να παίξω ποδόσφαιρο. Ο κλονισμός αυτός έφερε μια γλυκιά αναστάτωση καθώς βρισκόμουν σε ένα περιβάλλον όπου η επιλογή ηταν διανοήσιμη και δεν στιγματιζόταν από την ενοχή. Απο-φυσικοποιήθηκε με μια έννοια αυτό που είχα μάθει και δεν είχα ποτέ συνειδητά αμφισβητήσει, η καταναγκαστική ετεροφυλοφιλία. Μαζί της όμως η λεσβιακή εμπειρία έφερε, γιατί ποτέ κανένα παιχνίδι δεν είναι εντελώς “άλλο”, ξανά στο φως εκείνα τα οποία είχα ας πούμε αποδεχτεί σχετικά με τη θέση μου στον κόσμο, για το κορίτσι που έπαιζε μπάλα σαν αγόρι επειδή αλλιώς δεν θα μπορούσε να παίξει. Τώρα όμως, το παιχνίδι σοβάρευε και το να το δεχτώ απλώς, δεν φαινόταν καθόλου απλό ή αθώο. Άρχισα να εξετάζω πιο συστηματικά τι σήμαινε το να ενεργοποιώ το μηχανισμό της αρρενωπότητας για να κάνω στην άκρη την αδικία. Έτσι κι αλλιώς υπήρχε στον κόσμο της λεσβιακής κοινωνικότητας ένα μεγάλο ζήτημα γύρω από το φύλο των λεσβιών. Έχουν φύλο οι λεσβίες; Οι λεσβίες δεν είναι γυναίκες, έγραψε η Μονικ Βιτιγκ. Και με αυτή τη λεκτική ακρότητα εξέφρασε εύστοχα ένα τεράστιο κομμάτι της λεσβιακής εμπειρίας. Έχοντας υπάρξει αγοροκόριτσο στο παρελθόν μου, με εκφράζει απόλυτα. Όμως αν δεν είμαι γυναίκα τότε δεν είμαι και άντρας και τότε, τι μου μένει για να αποκρούσω τη βία; Τη βία που έτσι κι αλλιώς ζω επειδή είμαι γυναίκα σ’ έναν κόσμο με υποκείμενα που στο σώμα μου βλέπουν μια γυναίκα, και μάλλον και γω στον καθρέφτη το ίδιο, και τη βία που προκύπτει από το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα δεν κάνει αυτά που πρέπει, δεν παίζει όπως θα έπρεπε το παιχνίδι που της αντιστοιχεί μέσα στο πλαίσιο της ετεροσεξιστικής συνθήκης. Και τη βία που ασκώ εγώ όταν, όπως είπα ήδη, μέσα στην πολλαπλότητα της φαντασίας χρησιμοποιώ και ταυτίζομαι με, αρρενωπές επιτελέσεις, πράξεις, λόγια, αισθήματα.
Θέλω να πω λοιπόν, ότι τώρα εδώ, εν μέσω της λεσβιακής επιθυμίας και απόλαυσης, η αδικία εμφανίζεται με ένα άλλο πρόσωπο, η παραβίαση των κανόνων φέρνει βία, το αίσθημα της ανασφάλειας και της επικινδυνότητας συχνά γίνονται κομμάτι-βίωμα του κόσμου μου. Η τάξη των πραγμάτων διασαλεύεται επικίνδυνα. Το να επιτελώ αρρενωπά τον εαυτό μου, είναι συχνά κάτι που δεν διαλέγω. Έτσι -θα ήθελα να πω- είμαι. Την ίδια στιγμή όμως που λέω και γράφω αυτό συνειδητοποιώ πόσο διακινδυνεύω να γκρεμιστώ μέσα σε αυτή τη ρωγμή πάνω από την οποία αιωρούμαι. Η ευθύνη αυτής της επιτέλεσης είναι μεγάλη. Πόσο κοντά μπορεί να βρίσκομαι στο να επιβεβαιώνω τη βία που η επιβολή της αρρενωπότητας ενσωματώνει ως η ιδιότητα του κατεξοχήν υποκειμένου; Χρειάζεται να βρω τους τρόπους να ζω την επιθυμία μου, χρειάζεται όμως επίσης να μην ξεχνάω τη βία που συχνά αυτό συνεπάγεται. Είτε προς εμένα, είτε προς τους άλλους.
Δεν ξέρω πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο. Σκέφτομαι, ότι αυτά τα καθεστώτα βίας και εξουσίας που είναι τα δύο κυρίαρχα φύλα του πολιτισμού και η μία “νόμιμη” μεταξύ τους επιθυμητική σχέση, είναι πραγματικά ναρκοπέδια, πεδία μάχης, η κατεξοχήν συνθήκη ενός συνεχούς πολέμου που συμβαίνει άγρια κάτω από το δέρμα μας. Είμαι ορκισμένη “εχθρός” των μιλιταριστικών μεταφορών στον πολιτικό λόγο, όμως αυτή τη στιγμή τις χρησιμοποιώ αντιλαμβανόμενη το κόστος και τις συνέπειες. Κανείς και καμιά δεν είναι εκτός αυτού του καθεστώτος. Δεν υπάρχει σώμα χωρίς φύλο και αυτό σημαίνει κρυφά ή φανερά σημάδια, τραύματα και εργαλεία πολέμου, αναμνήσεις βιαιοπραγίας. Μόνη αντίσταση το να εξετάζουμε εξονυχιστικά που στεκόμαστε μέσα σε αυτή τη συνθήκη και ποιο σημείο του πεδίου ατενίζουμε. Καλό θα ήταν να παίζουμε τα παιχνίδια που θέλουμε και όχι αυτά που πρέπει και να στηρίζουμε συλλογικά αυτή τη δυνατότητα. Α! και να μην ξεχνάμε ότι: δεν χρειαζόμαστε άλλους ήρωες. Νισάφι πια..
qvzine 4 -- αρρενωπότητες
2010 -- Anti-Copyright -- Reproduce at will