Γάμησέ τα ρε πούστη μου
Θεωρώντας, ότι δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω εκείνο το απόγευμα, πήγα να παρακολουθήσω ένα συνέδριο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη που το οργάνωναν διάφορα λαμόγια, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, κτλ. Μπαίνοντας στο χώρο και πριν εισέλθω στην αίθουσα διαλέξεων, είδα ένα μακρυμάλλικο αγόρι, συμπαθές κατά τα άλλα, να κάθεται στο απαραίτητο τραπεζάκι και να προσφέρει διάφορα έντυπα. Αντανακλαστικά και μόνο, κατευθύνθηκα προς τα εκεί και πήρα με περισσή ευγένεια ό,τι έδινε, κάτι που ακόμα με κάνει έξαλλο με τον εαυτό μου. Έκατσα σε μία θέση πίσω-πίσω στο αμφιθέατρο της εκδήλωσης, περιμένοντας να τελειώσουν οι βαρετοί χαιρετισμοί για να περάσουμε στο θέμα μας. Ξεφύλλισα το υλικό που είχα στα χέρια μου και το μάτι μου, αδιαφορώντας για άλλη μια φορά για τη διατήρηση της ψυχικής μου ηρεμίας πήγε κι έπεσε πάνω στον υπέρτιτλο και τον υπότιτλο ενός κειμένου για την Οαχάκα που έλεγε τα εξής: «Πυροβόλησε πούστη!» (ένας κάτοικος της Οαχάκα προς τους αστυνομικούς).
Επειδή δεν υπάρχει ποτέ άμεση και καθαρή αντίληψη, καθώς κάθε αντιληπτική διαδικασία είναι διαμεσολαβημένη από νόημα, θεώρησα ότι επρόκειτο για ένα κείμενο που σχολιάζει την παραπάνω φράση. Πιο συγκεκριμένα, ότι θα μπαίνει στη διαδικασία να αναπτύξει το γιατί επιλέγει κανείς να πει κάτι τέτοιο, τα συν-κείμενα της έκφρασης αυτής, τις σημασίες που έχει και τις πιθανές λειτουργίες που επιτελεί. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς μου πέρασε αυτό από το μυαλό. Ίσως γιατί το κείμενο βρέθηκε στα χέρια μου έξω από ένα συνέδριο για τον Καστοριάδη με ότι άδηλες και φαντασιακές συνδηλώσεις παρήγαγε σε μένα αυτό το γεγονός.
Όπως το υποψιαστήκατε ήδη, το κείμενο δεν είχε σαν θέμα του αυτό που εγώ είχα αρχικά φανταστεί. Αντίθετα, ήταν ένα κλασικό δείγμα ααα (αριστερο-αναρχο-αυτόνομου) κειμένου ενημέρωσης/πολιτικής θέσης για την εξέγερση στην Οαχάκα. Οι συγγραφείς του κειμένου, χρησιμοποίησαν τον συγκεκριμένο υπέρτιτλο απλώς για να συμβολίσουν (κρατήστε αυτή τη λέξη) το πόσο ‘δυναμικοί’, ‘αποφασισμένοι’, ‘θαρραλέοι’ - και άλλα τέτοια ηρωικά επίθετα, είναι οι εξεγερμένοι της Οαχάκα.
Βλέπετε, o εν λόγω εξεγερμένος στον οποίο αποδόθηκε αυτή η φράση, όχι μόνο ζητούσε από τον μπάτσο/στρατιώτη να τον πυροβολήσει, αλλά τον προκαλούσε κιόλας. Και δεν τον προκαλούσε λίγο, αλλά τον προκαλούσε πολύ. Γιατί δεν φώναζε «πυροβόλησε ρε!», ούτε «πυροβόλησε μαλάκα!», ούτε «πυροβόλησε ρε γουρούνι!», ούτε πολλά άλλα που θα μπορούσε να είχε φωνάξει, αλλά «πυροβόλησε πούστη!». Και αυτό, κατά γενική ομολογία, είναι ό,τι πιο προκλητικό υπάρχει, για λόγους που θα αναλύσω στη συνέχεια, μιας και προσβάλει τον ανδρισμό κάποιου που είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο απαιτεί συχνά υπεράσπιση μέχρι θανάτου… του άλλου, όπως έχω άλλωστε ισχυριστεί σε προηγούμενο τεύχος. Αυτός είναι ο πιο εμφανής λόγος για να επιλεγεί ο συγκεκριμένος τίτλος από τους συγγραφείς του κειμένου, καθώς και αυτοί γνωρίζουν καλά πως είναι γενικώς αποδεκτό ότι η παραπάνω φράση συμβολίζει τον μεγάλο δυναμισμό κάποιου, και άρα έτσι θα το εισπράξουν και οι αναγνώστες τους.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να κάνω μια παρατήρηση προλαβαίνοντας κάποιον που θα έλεγε ότι αυτή η φράση δεν ανήκει στους συγγραφείς αλλά στον εξεγερμένο, και ότι ως εκ τούτου αυτός φέρει την ευθύνη της εκφοράς της -κι ότι οι δημοσιογράφοι, συγνώμη, οι συγγραφείς ήθελα να πω, ανέφεραν την ιστορία όπως την είδαν/άκουσαν, μη φέροντας καμία άλλη ευθύνη κτλ.
Ο ίδιος ο εξεγερμένος που φέρεται να είπε αυτή τη φράση, μου τη σπάει λιγότερο από τους συγγραφείς του κειμένου τους οποίου θεωρώ απαράδεκτους για τους λόγους που ανέπτυξα παραπάνω. Όχι γιατί δέχομαι το ελαφρυντικό του ‘εν βρασμώ ψυχής’ - γιατί με αυτό αθωώνονται οι σύζυγοι που σε μια επίδειξη αρρενωπότητας βαράνε τις γυναίκες τους σε μια συνθήκη έντασης - αλλά μάλλον γιατί η συμπεριφορά του δε με εκπλήσσει. Δε με εκπλήσσει γιατί είναι κάτι που συχνά ακούω στις πορείες που πηγαίνω, με ακριβώς το ίδιο ύφος και την ίδια απεύθυνση. Δε με εκπλήσσει γιατί και στην ελλάδα οι αντίστοιχοι εξεγερμένοι βρίζουν τους μπάτσους πούστηδες ή μουνιά. Δε με εκπλήσσει καν το γεγονός ότι μπάτσοι και ααα έχουν ταύτιση απόψεων στο ότι ο πούστης είναι μια πολύ σοβαρή βρισιά. Θα με εξέπληττε αν σε μια πορεία θα έβριζε κάποιος έναν μπάτσο χαρακτηρίζοντάς τον ‘βρωμοαλβανέ’, μια βρισιά πολύ συνηθισμένη στο γήπεδο και σε όλους τους μη πολιτικούς χώρους. Γιατί άραγε κανείς ααα δε θα έλεγε ‘αλβανό’ τον μπάτσο για να τον θίξει, όσο εξοργισμένος και αν ήταν; Μήπως γιατί ο μπάτσος δε θα θίγονταν αρκετά; Κάθε άλλο, οι μπάτσοι θεωρούν και το ‘αλβανός’ βρισιά. Ένας βασικός λόγος είναι ότι έχει γίνει αρκετή πολιτική δουλειά στο ζήτημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας κάτι που δεν έχει γίνει για τον ρατσισμό με βάση το φύλο και την ομοφοβία. Ένας άλλος λόγος είναι ότι το ‘πούστης’ πονάει πιο πολύ από κάθε άλλη βρισιά, όπως θα αναπτύξω παρακάτω.
Δεχόμενος, έστω και προσωρινά, το παραπάνω ελαφρυντικό για τον εξεγερμένο, μπορώ να προχωρήσω στο βασικό μου στόχο, να την πέσω στους συγγραφείς του κειμένου. Αυτοί, όταν έγραφαν το κείμενό τους και το τιτλοφορούσαν με αυτόν τον τρόπο, δε βρισκόντουσαν στη ίδια θέση με τον εξεγερμένο, ούτε είχαν την ίδια ένταση με αυτόν. Καθόντουσαν ήρεμοι στο γραφειάκι τους και έγραφαν με απόλυτη ψυχραιμία το κειμενάκι τους. Ένα κείμενο που στόχο είχε να δημιουργήσει συνειδήσεις, να επηρεάσει, να ευαισθητοποιήσει, να κάνει πολιτική. Και αυτό που με εξοργίζει είναι ότι από αυτή τη θέση επιλέγουν να ξεκινήσουν την προσπάθειά τους με μία απόλυτα ομοφοβική φράση.
Ακόμα και αν αυτή ήταν μια φράση που πράγματι ακούστηκε από κάποιον (τον υποτιθέμενο εξεγερμένο), οι συγγραφείς δεν την αναγνωρίζουν ως μία από τις λεπτομέρειες που συνθέτουν μια στιγμή ή μια κατάσταση. Αποφασίζουν να την απομονώσουν και να την τοποθετήσουν μόνη της κάπου αλλού ώστε να… συμβολίζει. Γιατί μία φράση που είπε κάποιος, κάπου, κάποτε, που δεν μπορούμε καν να επιβεβαιώσουμε το ποιος, το πώς, το γιατί ακριβώς και το αν πράγματι, είναι μια φράση σύμβολο. Η συγκεκριμένη είναι ένα σύμβολο θάρρους, επαναστατικότητας, ανδρείας που είναι ταυτόχρονα και σύμβολο πατριαρχίας, ρατσισμού κι ομοφοβίας, αλλά μάλλον τα τελευταία δεν έχουν σημασία αφού είναι σύμβολο… ανδρείας.
Εγώ με αυτούς τους συμβολισμούς έχω πρόβλημα. Πώς θα ακουγόταν πιθανά στα αυτιά του συντρόφου του που είναι δίπλα στα χαρακώματα και που είναι πούστης; Μήπως θα του έμπαιναν κάποια ερωτήματα για το για ποια κοινωνία δίνει και ο ίδιος τη ζωή του και τι τελικά έχουν κοινό αυτοί οι δύο; Θα του έμπαινε ίσως και ένα ζήτημα του τι άνθρωποι είναι οι σύντροφοί του και τι μέρα θα ξημέρωνε για τον ίδιο αν αυτή η εξέγερση είχε νικηφόρα κατάληξη; Την επόμενη της νίκης θα βρισκόταν μήπως ξανά στα χαρακώματα αλλά ο ένας απέναντι στον άλλο ή μήπως δεν θα είχαν προλάβει καν να στηθούν τα νέα χαρακώματα αφού σειρά για ξε-καθάρισμα, μετά τους μπάτσους και τα αφεντικά, θα είχαν οι πούστηδες, οι λεσβίες οι τρανς και δεν ξέρω κι εγώ ποιος άλλος που δεν αποτελεί το αδιαμφισβήτητο – κανονικό - επαναστατικό υποκείμενο; Αυτό το δεύτερο σενάριο έχει άλλωστε επιβεβαιωθεί αρκετές φορές στην ιστορία. Το αίτημα για τροφή και παπούτσια για όλους τους μαθητές μπορεί να ενοποιήσει έναν πούστη με έναν ομοφοβικό και να τους βάλει στο ίδιο χαράκωμα στην Οαχάκα και όχι μόνο, αλλά μέχρι πότε;
Αλλά ξέχασα, οι περισσότεροι ααα στην ελλάδα, όσο κι αν δεν το παραδέχονται ρητά, φέρουν τη γνώμη του ΚΚΕ και του Αχμαντινετζάντ για τους ομοφυλόφιλους: δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι επαναστάτες, πούστηδες είναι οι μπάτσοι, οι δικαστές, και τα αφεντικά. Γιατί πούστηδες είναι οι άτιμοι, αυτοί που θα έπρεπε να ντρέπονται γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που κάνουν. Είναι αυτοί οι οποίοι δεν έχουν μπέσα και φιλότιμο και άλλα τέτοια χαρακτηριστικά του ‘άντρα’. Είναι οι ανήθικοι -φτάνουν μέχρι στο σημείο να σκύψουν για να τους γαμήσει ένας άντρας και ακόμα χειρότερα να το γουστάρουν κιόλας.
Έτσι, αναρωτιέμαι, σε ποια κοινωνική ανατροπή μπορούμε να ελπίζουμε όταν επιτελούμε διαρκώς τους κυρίαρχους ρόλους μας υπό την συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη χωρίς καμία προσπάθεια να τους αλλάξουμε; Όταν ακόμα και μέσα στους πολιτικούς μας χώρους συναντάμε τους διαχωρισμούς που βρίσκουμε στην υπόλοιπη κοινωνία με την οποία είμαστε σε σύγκρουση για αυτούς ακριβώς τους λόγους; Πρόσφατα έπεσα πάνω σε ένα ενδιαφέρον άρθρο [1] που έλεγε ότι ένας από τους λόγους που δεν πέτυχε η επανάσταση των σαντινίστας ήταν γιατί δεν κατάφερε να προτείνει, αφού ούτε καν την απασχόλησε κάτι τέτοιο, την αλλαγή των πατριαρχικών δομών και ρόλων των εξεγερμένων. Το επακόλουθο ήταν να χαθεί για πολλές επαναστάτριες το νόημα συμμετοχής στον αγώνα, με αποτέλεσμα να σταματήσουν να τον υποστηρίζουν. Γιατί υπάρχουν και επαναστάτριες εκεί έξω, έστω κι αν η γλώσσα μας δεν είναι πολύ εξοικειωμένη και μπορεί να υποπέσει ακόμα και σε σαρδάμ για να το αρθρώσει.
Ας μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτές τις επαναστάτριες. Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να αμφισβητήσω τόσο την ύπαρξη του παραπάνω εξεγερμένου της Οαχάκα όσο και το γεγονός ότι είπε πράγματι αυτή τη φράση. Σε καμία όμως περίπτωση δεν αισθανόμουν ότι μπορώ να αμφισβητήσω ότι αν πράγματι αυτό το άτομο υπήρξε και είπε αυτό που φέρεται να είπε, ότι ήταν άντρας. Καθόλου δεν μπορούσα, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, να φανταστώ μια γυναίκα να ξεστομίζει κάτι τέτοιο, όσο φορτισμένη και αν ήταν η στιγμή αυτή, όσο ‘εξεγερμένη’ κι αν ήταν η ίδια. Αλλά μια τέτοια στάση αποδείχθηκε κι από τη μεριά μου αρκετά μη-ψύχραιμη. Και βέβαια μπορώ να σκεφτώ μια γυναίκα να λέει πούστη έναν μπάτσο για να τον προκαλέσει. Έχω δει τέτοιες γυναίκες στις πορείες που πηγαίνω. Γυναίκες που μαζί με τους συντρόφους τους, ή μόνες τους, σηκώνουν κωλοδάχτυλα στους φασίστες ‘απειλώντας’ τους ότι θα τους κάνουν το μέγιστο κακό…θα τους γαμήσουν[2]. Θα τους ‘γαμήσουν’ τους ‘πούστηδες’ ως μια πράξη επιβολής της μέγιστης βίας/εξουσίας. Θα τους προσβάλουν ότι δεν είναι αρκετά άντρες, ότι όχι μόνο δε γαμάνε σαν άντρες αλλά γαμιούνται κιόλας, σαν γυναίκες, ή ακόμα χειρότερα σαν πούστηδες. Έτσι, θα ασκήσουν πάνω τους την εξουσία του αρρενωπού για να τους ντροπιάσουν, θα θίξουν τον ανδρισμό τους για να τους υποβιβάσουν σε μια κατώτερη τάξη, αυτή της θηλυκότητας.
Μα πώς γίνεται ρε πούστη μου να το κάνουν αυτό οι γυναίκες; Πώς γίνεται να χρησιμοποιούν τα ίδια νοήματα που έχουν καταπιέσει και εκείνες και τα οποία για χρόνια τις τοποθετούν σε δύο διακριτά ακραίες θέσεις από το τηγάνι στο ντιβάνι, να επιβεβαιώνουν παθητικά τον οποιονδήποτε, μεθυσμένο ή μη, ανδρισμό, πεπεισμένες ότι αυτή είναι η κοινωνική τους φύση; Είναι κάπως σαν οι γυναίκες στις καταστάσεις αυτές να βγαίνουν από το κοινωνικό τους σώμα και να εισάγουν τους εαυτούς τους στο φάσμα της αρρενωπότητας. Και το κάνουν με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο με τον οποίο και ένας άντρας εισάγει τον εαυτό του στην αρρενωπότητα. Βλέπετε για μένα, η αρρενωπότητα είναι η φαντασιακή θέσμιση του άντρα (sic). Είναι φαντασιακή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει – δεν μπορεί κανείς να την αγγίξει, μπορεί μόνο να βαυκαλίζεται με επιμέρους ταυτίσεις μαζί της. Η απόσταση από αυτήν καλύπτεται το ίδιο εύκολα και το ίδιο δύσκολα τόσο από ένα αντρικό σώμα όσο και από ένα γυναικείο. Δεν ξέρω αν είναι πιο μεγάλη αυτή η απόσταση για κάποιους και πιο μικρή για κάποιες άλλες, γιατί προσπαθώ πάντα να μη με ενδιαφέρουν οι ποσοτικοποιημένες ποιότητες αλλά να εστιάζω στις ποιότητες των όποιων ποσοτήτων. Η προσπάθεια αυτή να τοποθετήσει κάποιος τον εαυτό του στην αρρενωπότητα επιβραβεύεται κοινωνικά με τον ίδιο τρόπο: με το χρίσμα της εξουσίας της αρρενωπής[3] σε σχέση με τον λιγότερο αρρενωπό και κατά συνέπεια με την επιβεβαίωση από την κοινότητα που έχει άδηλα/υπόρρητα αποδεχθεί την πατριαρχική ιεραρχία. Και, αγάπες μου, το χρήμα πολλές εμίσησαν - την εξουσία ουδείς. Όταν μάλιστα κάποιες έχουν ζήσει πολύ καιρό με ένα έλλειμμα επιβεβαίωσης μπορούν, σε συγκεκριμένες φάσεις που τους επιτρέπεται, να φτάσουν να είναι αρρενωπότερες του άρρενος - να βασανίζουν, ας πούμε, αφγανούς αιχμαλώτους με ακόμα πιο ευφάνταστους και σκληρούς τρόπους από τους άντρες συναδέλφους τους.
Τέλος, υπάρχει κάτι ακόμα στο οποίο αισθάνομαι την ανάγκη να απαντήσω. Βλέπετε, όσο θυμωμένος κι αν εμφανίζομαι παραπάνω με την φράση «πυροβόλησε πούστη», δεν θέλω να προτάξω μια καθαρότητα της γλώσσας που να εξοβελίζει κακές λέξεις ή φράσεις ως σεξιστικές, ομοφοβικές, κτλ., διεκδικώντας ταυτόχρονα κάποια πολιτική καθαρότητα στο λόγο. Ο λόγος είναι επιτελεστικός, παράγει και διατηρεί εξουσίες, αλλά έχει παράλληλα δυνατότητες που δύσκολα μπορείς να προβλέψεις. Μπαίνοντας οι λέξεις στη δίνη του λόγου, αποκτούν διαφορετικές τροχιές, σημασίες, εφαρμογές. Έτσι, σκέφτομαι πως ίσως δεν υπάρχουν καν σεξιστικές και ομοφοβικές λέξεις αλλά σεξιστικοί και ομοφοβικοί τρόποι να χρησιμοποιούνται κάποιες λέξεις και φράσεις. Τρόποι που παίρνουν το νόημα τους μέσα από τα γλωσσικά μας παιχνίδια. Ακόμα και το πούστης το έχω χρησιμοποιήσει ο ίδιος και το έχουν χρησιμοποιήσει για μένα χωρίς να με ενοχλήσει καθόλου αφού δεν χρησιμοποιούνταν ως βρισιά. Είναι αυτές οι άλλες χρήσεις της λέξης, όπως για παράδειγμα: ‘τον πούστη τα κατάφερε’ ή ‘τον αγαπάω τον πούστη’ κτλ. Οι τρόποι είναι που ενοχλούν γιατί οι τρόποι αποκαλύπτουν τις προθέσεις και οι προθέσεις σίγουρα μπορούν να διακριθούν σε καλές και μη. Το ‘πούστης’, ως λέξη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για έναν ετεροφυλόφιλο, και να αποτελέσει βρισιά σε μια ομοφοβική συνθήκη. Αλλά το ‘πούστης’ είναι και σαν το ‘μαλάκας’ που αν ακουστεί με συγκεκριμένη χροιά μπορεί να στείλει κάποιον στο νοσοκομείο από τα χέρια του μη μεθυσμένου συντρόφου του κι αν ακουστεί με άλλη χροιά μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί με αγκαλιές, φιλιά και τρυφερότητες. Τέτοιες λέξεις έχουν χρησιμοποιηθεί στην καθομιλουμένη τόσο πολύ που έχουν χάσει την αρχική τους σημασία, αν αυτή αναφερόταν ποτέ σε κάποια κυριολεξία. Έτσι, άλλες φορές δε σημαίνουν τίποτα ενώ άλλες φορές σημαίνουν τα πάντα.
Παρόλο λοιπόν που στην καθημερινή μας γλώσσα υπάρχουν πολλοί τρόποι, ‘καλοί’ ή ‘κακοί’ να χρησιμοποιείται η λέξη ‘πούστης’, μια ‘καλή’ χρήση της λέξης μπορεί να έχει ‘κακές’ επιπτώσεις. Σκέφτομαι, ας πούμε, τα παιδιά που εισάγονται στο γλωσσικό μας σύστημα ακούγοντας τα πρώτα χρόνια της ζωής τους τη λέξη πούστης, σε ‘ουδέτερες’ καταστάσεις: ‘τα κατάφερε ο πούστης’, ‘πότε θα τα πούμε ρε πούστη μου;’ ‘έφαγα σαν πούστης’, κτλ. Τι ακριβώς θα καταλάβουν όταν συνειδητοποιήσουν ότι: «πούστης είναι και ο κακός τρόπος να χαρακτηρίσεις κάποιον άντρα που αγαπάει άντρες»; Ότι το να είσαι πούστης είναι ‘καλό’; Είναι ‘κακό’; Έχω την αίσθηση ότι αυτή η συνειδητοποίηση περιέχει εξ αρχής ένα αρνητικό πρόσημο και για να απαλειφθεί αυτό θέλει πολύ δουλειά και συχνά δεν απαλείφεται ποτέ.
Ταυτόχρονα, υιοθετώ συχνά αυτόν τον όρο για να μιλήσω για μένα ή για να υπογράψω το λόγο και τις δράσεις μου. Είναι ένας τρόπος να χρησιμοποιήσω τη δίνη του λόγου για να πάρω φόρα και να βγω στην αντεπίθεση. Να δεχθώ ότι πίσω από κάθε χρήση αυτής της λέξης κρύβεται έτσι κι αλλιώς μια κυριολεξία και να την υιοθετήσω για τον εαυτό μου ως εργαλείο για να βγω από τη θέση του θύματος. Να δεχθώ ότι έτσι κι αλλιώς είμαι μέσα στο σεξισμό και με τον τρόπο αυτό παίρνω τη θέση του πούστη για να μιλήσω. Να πω ‘είμαστε οι 10 κουκουλοφόροι’, μένουμε, αυτοργανωμένα, σε ένα μισογκρεμισμένο κτίριο στο κέντρο της μητρόπολης, χωρίς φοίνικες, πισίνες και μπάτλερ που όμως το αποκαλούμε ‘βίλα’. Κάπως έτσι, άλλωστε, στο παρελθόν, κάποιοι/ες υιοθέτησαν το queer, που είναι βρισιά, για να εκφράσουν έναν πολιτικό λόγο για τα σώματα και τις επιθυμίες τους. Ίσως να είναι και μια στρατηγική για να πονάει λιγότερο όταν τέτοιες λέξεις χρησιμοποιούνται με την ‘κακή’, την ‘κυριολεκτική’ έννοιά τους. Ίσως, αν τη χρησιμοποιήσω ακόμη κι εγώ για να χαρακτηρίσω εμένα, να σταματήσει πια να έχει οποιαδήποτε σημασία και έτσι να απαλλαγώ, κι εγώ, κι η μάνα μου από έναν πούστη γιο κι η αδερφή μου από έναν πούστη αδερφό.
Πάντως το ‘πούστης’ δεν είναι τυχαία η μεγαλύτερη βρισιά απέναντι σε έναν άντρα. Ακόμα και αν προσπαθήσουμε, δεν θα μπορούσαμε να βρούμε κάτι το ίδιο βαρύ με το οποίο να αντικαταστήσουμε το ‘πούστης’. Το ‘πούστης’ είναι ο χαρακτηρισμός που πονάει πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον. Ο λόγος είναι ότι σε ό,τι αφορά τις βρισιές, ισχύει η αρχή της εγγύτητας: μια βρισιά πονάει τόσο πιο πολύ όσο πιο κοντά βρίσκεται στο να είναι πραγματικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε είναι άλλο να πεις έναν γάλλο μογγόλο και άλλο να πεις μογγόλο έναν ιάπωνα. Και έτσι εξηγείται γιατί ένας έλληνας μπάτσος θα πειραχθεί περισσότερο αν τον πεις ‘πούστη’ παρά αν τον πεις ‘άλβανο’. Γιατί έχει συνείδηση της απόστασής του από το να είναι αλβανός ενώ η πιθανότητα να είναι πούστης είναι πάντα ανοιχτή, είναι μια συνθήκη από την οποία προσπαθεί διαρκώς να αποστασιοποιηθεί, αποδεικνύοντας πόσο άντρας, μη-πούστης, είναι.
Υπό την έννοια αυτή, ο παραπάνω ‘εξεγερμένος’, όταν (αν) έβρισε τον μπάτσο πούστη, χρησιμοποιώντας το ως βρισιά, αυτό που έκανε ήταν να γίνει αυτός μπάτσος της σεξουαλικότητας, αστυνομεύοντας τη διαφορετική επιθυμία, επιβάλλοντας την κυρίαρχη κανονικότητα που θέλει τους άντρες να είναι αρρενωποί και ετεροφυλόφιλοι. Ταυτόχρονα, κάθε χρήση του όρου, φιλική, ουδέτερη, ταπεινωτική ή ακόμα και διεκδικητική, φαίνεται να έχει σαν υποπαράγωγο την επαναφορά στο πεδίο του λόγου του ενδεχόμενου της ομοφυλοφιλίας. Αφού ακόμα και με το αρνητικό πρόσημό της, της προσδίδει ενός τύπου ορατότητα (άλλωστε, όπως λένε και οι κακοί, και η αρνητική διαφήμιση δεν παύει να είναι διαφήμιση). Οπότε, όταν κάποιος χρησιμοποιεί το πούστης για τον άλλον, θεωρώντας αφελώς ότι αν πει τον άλλο πούστη αυτός αυτομάτως χρίζεται άντρας, μπορεί εκείνη τη στιγμή να κατασκευάζει έναν πούστη – τον άλλον ή τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό όταν ακούω αυτά τα δύο αγοράκια στον Κορυδαλλό να λέει το ένα στο άλλο «άντε ρε gay» και το άλλο να απαντάει «δεν είμαι εγώ gay, εσύ είσαι», μπορεί να πληγώνομαι γιατί είμαι gay και δεν θέλω να είμαι βρισιά, αλλά ταυτόχρονα διατηρώ ένα σαρκαστικό χαμογελάκι γιατί ξέρω ότι από μόνος του αυτός ο διάλογος έχει φέρει και τα δύο αυτά αγοράκια ένα βήμα πιο κοντά στο κρεβάτι μου. Έτσι, εσείς οι άντρες, αν θέλετε πραγματικά να μην έχετε καμία σχέση με τους πούστηδες καλά θα κάνετε να μη λέτε ‘πούστης’ ούτε για πλάκα. Γιατί, όπως ανάλυσα παραπάνω, ο λόγος φαίνεται να είναι τόσο επιτελεστικός που λέγε λέγε..., (και δεν το λέω για να σας τρομοκρατήσω, ισχύει).
Όσον αφορά τους συγγραφείς του κειμένου που αναφέρω παραπάνω, θέλω να τους πω: «άντε ρε μαλάκες ξαναδιαβάστε τον Καστοριάδη μπας και καταλάβετε τίποτα» - το μαλάκες με την κακή την έννοια, αυτή για την οποία σε μια εκδήλωση αρρενωπής συμπεριφοράς θα σηκώναμε τα μανίκια μας.
[1] Lancaster R. (2006) «Το στίγμα της ομοφυλοφιλίας στην κατασκευή του ανδρισμού και η συντριβή της επανάστασης στην Νικαράγουα», στο Σεξουαλικότητα. Θεωρίες και πολιτικές της ανθρωπολογίας, επιμ. Κ. Γιαννακόπουλος, εκδ. Αλεξάνδρεια.
[2] Δεν είμαι σίγουρος τι σημαίνει το κωλοδάχτυλο: θα σε γαμήσω ή θα σου βάλω δάχτυλο; Και γιατί αυτό είναι μόνο απειλή;
[3] Θέλω να κάνω ξεκάθαρο ότι εδώ δεν αναφέρομαι σε περιπτώσεις όπου η υιοθέτηση αρρενωπών χαρακτηριστικών έχει ως στόχο να επιτευχθεί η αναγνώριση ενός σώματος ως ανδρικού, αλλά για περιπτώσεις όπου υιοθετούνται αρρενωπές συμπεριφορές ως ενίσχυση των υπαρχόντων ρόλων.
qvzine 4 -- αρρενωπότητες
2010 -- Anti-Copyright -- Reproduce at will